φιλονικούντων

φιλονικούντων
φιλονῑκούντων , φιλονεικέω
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
φιλονῑκούντων , φιλονεικέω
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
φιλονικέω
to be fond of victory
pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)
φιλονικέω
to be fond of victory
pres imperat act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”